- τρίκουρος
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί-κουρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek